- ανδρωνίτης
- ανδρωνίτης, ο και ανδρώνας, οτο διαμέρισμα του σπιτιού στην αρχαιότητα στο οποίο έμεναν οι άντρες (γυναικωνίτης, ο, το διαμέρισμα των γυναικών).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.